- επαρχικός
- ἐπαρχικός, -ή, -όν (Α) [έπαρχος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία»)2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαρχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχικῶν — ἐπαρχικός of fem gen pl ἐπαρχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχικοῖς — ἐπαρχικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχικοί — ἐπαρχικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχικούς — ἐπαρχικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχικῆς — ἐπαρχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχικήν — ἐπαρχικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχικῷ — ἐπαρχικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)